- φαλκίδευση
- ηεσωτερικό αποδυνάμωμα ενός θεσμού με την έντεχνη αφαίρεση του ουσιαστικού περιεχομένου του χωρίς να θιγεί η εξωτερική μορφή: Η φαλκίδευση της μεταρρύθμισης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.