φαλκίδευση

φαλκίδευση
η
εσωτερικό αποδυνάμωμα ενός θεσμού με την έντεχνη αφαίρεση του ουσιαστικού περιεχομένου του χωρίς να θιγεί η εξωτερική μορφή: Η φαλκίδευση της μεταρρύθμισης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φαλκίδευση — η, Ν [φαλκιδεύω] 1. καταπάτηση δικαιώματος, περιορισμός απαίτησης 2. διαστρέβλωση …   Dictionary of Greek

  • φαλκιδεύω — φαλκίδεψα, φαλκιδεύτηκα, φαλκιδεμένος, κάνω φαλκίδευση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”